- σοφιστικῆς
- σοφιστικόςoffem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Phrynichus Arabius — This article deals with the grammarian. For other persons of the same name, see Phrynichus. Phrynichus Arabius or Phrynichus of Bithynia (Greek: polytonic|Φρύνιχος) was a Greek grammarian who flourished in second century Bithynia, writing works… … Wikipedia
Phrynichos Arabios — Pour les articles homonymes, voir Phrynichos. Phrynichos Arabios, Phrynichus Arabius ou Phrynichos de Bithynie (Φρύνιχος), dit aussi Phrynichos l Atticiste est un grammairien et surtout lexicographe grec qui vécut au IIe siècle et tint école … Wikipédia en Français
Πρωταγόρας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. (Άβδηρα περ. 481 π.Χ. – περ. ;411). Έλληνας φιλόσοφος. Είναι, μαζί με τον Γοργία, ο διαπρεπέστερος εκπρόσωπος της ελληνικής σοφιστικής. Έζησε σε πολλές περιόδους στην Αθήνα, όπου απέκτησε πολύ στενές σχέσεις με όλες… … Dictionary of Greek
θαύμα — Εκδήλωση υπερφυσικής προέλευσης, ορατή και συνεπώς αντιληπτή από τις αισθήσεις, που αποκαλύπτεται στον άνθρωπο με όλη της τη μυστηριώδη δύναμη. Η αρχική σημασία της λέξης ήταν «κάθετι που προκαλεί θαυμασμό». Σύμφωνα με τη δογματική της Ανατ.… … Dictionary of Greek
ιππίας — I (; – 490 π.Χ.). Τύραννος της Αθήνας (528 510). Ήταν γιος του τυράννου της Αθήνας Πεισίστρατου. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο Ι. συγκυβέρνησε με τον αδελφό του, Ίππαρχο, από το 527 έως το 514 π.Χ. σε μία από τις λαμπρότερες περιόδους της… … Dictionary of Greek
πρόδικος — (5ος αι. π.X.). Έλληνας φιλόσοφος που γεννήθηκε στην Κέα. Είναι ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της σοφιστικής κίνησης. Περιόδευσε πολύ καιρό όλη την Ελλάδα σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία ιδιαίτερα στην Αθήνα, όπου πήγε ως πρεσβευτής, και … Dictionary of Greek
τερθρεία — ἡ, ΜΑ [τερθεύομαι] (στη ρητορική) χρήση σοφιστικής ή σχολαστικής λεπτολογίας αρχ. 1. λογομαχία σχετικά με λέξεις 2. φλυαρία που γίνεται κυρίως για παραπλάνηση 3. εκστρατεία που γινόταν με σκοπό την άσκηση τών νέων εκείνων που υπηρέτησαν ως… … Dictionary of Greek
τερθρεύομαι — Α κάνω χρήση σοφιστικής, σχολαστικής λεπτολογίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρθρον με αρχική σημ. «άκρο, τέρμα, σημείο αιχμής». Το ρ. χρησιμοποιήθηκε με μεταφορική σημ. για να δηλώσει την εξονυχιστική, σχολαστική ενασχόληση με ένα θέμα (πρβλ. γερμ.… … Dictionary of Greek
ψευδοσοφιστής — ὁ, Α (ως τίτλος λιβέλλου τού Λουκιαν.) Ψευδοσοφιστής ψευτοδάσκαλος τής σοφιστικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + σοφιστής] … Dictionary of Greek
Δίων — I Μυθολογικό πρόσωπο, βασιλιάς της Λακεδαίμονας. Σύμφωνα με τη μυθολογία είχε τρεις κόρες, την Όρφη, τη Λυκώ και την Καρύα, προικισμένες με μαντικές ικανότητες. Επειδή όμως έπεσαν στη δυσμένεια του Βάκχου, μεταμορφώθηκαν οι δύο πρώτες σε βράχους… … Dictionary of Greek